ιδιότητα

ιδιότητα
η (ΑΜ ἰδιότης) [ίδιος (Ι)]
το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε προσώπου ή πράγματος
νεοελλ.
στον πληθ. (φιλοσ.) οι ιδιότητες
τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που ενυπάρχουν στα πράγματα πέρα και ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση
αρχ.
1. η διαφορετική ύπαρξη, η ιδιαιτερότητα
2. συγγένεια, σχέση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιδιότητα — η 1. το ιδιαίτερο γνώρισμα κάποιου πράγματος ή προσώπου: Όταν θερμαίνονται τα μέταλλα, έχουν την ιδιότητα να διαστέλλονται. – Φυσικές ή χημικές ιδιότητες κάποιου στοιχείου. – Θεραπευτική ιδιότητα. 2. αξίωμα ή ιδιαίτερη θέση που κατέχει κάποιος:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰδιότητα — ἰδιότης peculiar nature fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμεριστική ιδιότητα — Κοινή ιδιότητα των πράξεων της πρόσθεσης και του πολλαπλασιασμού που εκφράζεται με τις ταυτότητες: (α + β)γ = αγ + βγ, γ(α + β) = γα + γβ. Γενικά, ως ε.ι. ενός τελεστή Α ως προς την πράξη xψ εννοείται η ιδιότητα που εκφράζεται από την ισότητα:… …   Dictionary of Greek

  • μεταθετική ιδιότητα — Έστω ένα σύνολο I και έστω ότι στο σύνολο αυτό έχει οριστεί μια κάποια πράξη, την οποία μπορούμε να συμβολίσουμε με το σύμβολο •. Θα λέμε ότι η πράξη • είναι μ., αν και μόνον αν για κάθε α και για κάθε β από το I ισχύει ότι: α • β = β • α. Αν I,… …   Dictionary of Greek

  • προσεταιριστική ιδιότητα — Έστω ότι σε ένα σύνολο, Ε, έχει οριστεί μια πράξη, *· λέμε ότι η πράξη * είναι προσεταιριστική, όταν, και μόνον όταν, για κάθε α,β,γ από το Ε ισχύει: α * (β * γ)=(α * β) * γ. Π.χ. η πρόσθεση, +, στο σύνολο των πραγματικών αριθμών είναι… …   Dictionary of Greek

  • ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται …   Dictionary of Greek

  • διαφάνεια — Ιδιότητα ενός σώματος να επιτρέπει τη δίοδο ακτινοβολίας από αυτό. H έννοια της δ., η οποία αναφερόταν αρχικά στο φως, επεκτάθηκε σταδιακά στις άλλες ηλεκτρομαγνητικές και στις σωματιδιακές ακτινοβολίες. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η δ.,… …   Dictionary of Greek

  • παραμαγνητισμός — Ιδιότητα μερικών σωμάτων να μαγνητίζονται ελαφρά όταν βρεθούν σε ένα μαγνητικό πεδίο, κατά τη διεύθυνση αυτού του ίδιου του πεδίου. Η ιδιότητα αυτή οφείλεται στην υπάρχουσα εκ δομής μαγνητική ροπή των ατόμων (ή μορίων) που συγκροτούν τα… …   Dictionary of Greek

  • πλαστικότητα — Ιδιότητα ορισμένων σωμάτων, με εξωτερική εμφάνιση στερεών σωμάτων (π.χ. ο καθαρός μόλυβδος και τα κράματα του, το γυαλί) τα οποία, όταν υποστούν μηχανική καταπόνηση, παρουσιάζουν παραμόρφωση που αυξάνεται συνεχώς, αν η καταπόνηση παραμένει η ίδια …   Dictionary of Greek

  • αδιαχώρητο — Ιδιότητα της ύλης, χάρη στην οποία δύο σώματα δεν μπορούν να καταλάβουν την ίδια θέση στην ίδια χρονική στιγμή. Πρόκειται για μία φυσική ιδιότητα, που χαρακτηρίζει την ύπαρξη της ύλης. Αναγνωρίζεται ευκολότερα η ιδιότητα σε μείξεις στερεών ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”